- διαβεβαιωτικός
- -ή, -ό (AM διαβεβαιωτικός, -ή, -όν)αυτός που διαβεβαιώνει, που πιστοποιείαρχ.1. αυτός που αναφέρεται σε ισχυρή βεβαίωση2. ο βέβαιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβεβαιωτικός — affirmative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικά — διαβεβαιωτικός affirmative neut nom/voc/acc pl διαβεβαιωτικά̱ , διαβεβαιωτικός affirmative fem nom/voc/acc dual διαβεβαιωτικά̱ , διαβεβαιωτικός affirmative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικόν — διαβεβαιωτικός affirmative masc acc sg διαβεβαιωτικός affirmative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικοί — διαβεβαιωτικός affirmative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικήν — διαβεβαιωτικός affirmative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικῶς — διαβεβαιωτικός affirmative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)